-
1 ἐπαραρίσκω
A fit to or upon, fasten, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν on or to the posts, Il.14.167;ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν h.Merc.50
.II intr. in [dialect] Ion. [tense] pf. ἐπάρηρα [ᾰρ], [tense] plpf. ἐπᾰρήρειν:— fit tight or exactly, μία δὲ κληῒ ἐπαρήρει a cross-bolt was fitted therein, Il.12.456; part. ἐπαρηρώς, υῖα, ός, close-fitting, well fixed, εὖ ἐπαρηρὼς ποσσίν firm on his feet, Arat.83: also ἐπάρμενος, η, ον, [dialect] Ep. [tense] aor. part. [voice] Pass., well-fitted, prepared, ready, βίον, ὅπλα, Hes. Op. 601, 627:—also in form ἐφάρμ-, suited, c. dat., Nonn.D.12.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαραρίσκω
См. также в других словарях:
επαραρίσκω — ἐπαραρίσκω (AM) 1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι 2. παρασκευάζω, κατασκευάζω αρχ. 1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.) 2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, υīa, ός καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος … Dictionary of Greek